- μεταβούλευμα
- μεταβούλ-ευμα, ατος, τό,A change of plan, Sm.Jb.21.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταβούλευμα — μεταβούλευμα, τὸ (Α) [μεταβουλεύω] αλλαγή απόφασης, αλλαγή σχεδίου … Dictionary of Greek